Δευτέρα 5 Μαρτίου 2018



Η Αιτωλοακαρνανία, ο μεγαλύτερος νομός της χώρας, αν και κατά κανόνα είναι μία ορεινή και δυσπρόσιτη περιοχή, διαθέτει πλούσιους φυσικούς πόρους και εναλλαγές τοπίων σπάνιας ομορφιάς. Στο έδαφός της μπορούμε να θαυμάσουμε πλήθος αρχαιολογικών χώρων και μνημείων που καλύπτουν όλο το φάσμα της αρχαιότητας και της βυζαντινής περιόδου.

Τα βυζαντινά μνημεία χρονολογούνται στο μεγάλο διάστημα από την πρωτοβυζαντινή περίοδο έως την ελληνική επανάσταση. Στην Αιτωλοακαρνανία έχει αποκαλυφθεί ένας σημαντικός αριθμός παλαιοχριστιανικών βασιλικών. Σημαντικότερες είναι οι βασιλικές της Αγίας Σοφίας Μύτικα, της Κάτω Βασιλικής, της Ναυπάκτου και η προσφάτως αποκαλυφθείσα βασιλική στο Δρυμό του δήμου Ακτίου-Βόνιτσας.
Η παρουσία πολλών παλαιοχριστιανικών βασιλικών υποδηλώνει την μεγάλη άνθηση που παρατηρείται κυρίως στα παράλια. τον 4ο-6ο αι. μ.Χ κτίζονται οι πρώτοι μεγαλοπρεπείς ναοί στον τύπο της μονόκλιτης, τρίκλιτης ή ακόμα πεντάκλιτης βασιλικής. Η Αιτωλοακαρνανία λόγω της γεωγραφικής της θέσης άλλοτε έπαιξε σημαντικό ρόλο στα πολιτιστικά και εκκλησιαστικά ζητήματα και άλλοτε παρέμεινε για μεγάλα διαστήματα στο περιθώριο της ιστορίας.
Η παρούσα εργασία δεν διεκδικεί το κύρος μιας επιστημονικής έρευνας αλλά αποτελεί μία προσπάθεια των μαθητών του Α2 του ΓΕΛ Βόνιτσας να καταγράψουν τα βυζαντινά μνημεία του Νομού μας, να τα γνωρίσουν-κατά το δυνατόν και συνάμα να προσφέρουν σε όσους το επιθυμούν την ευκαιρία να 
χαρούν μαζί τους αυτό το ενδιαφέρον ταξίδι στην τοπική ιστορία.










ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: Τζουμερκιώτης Δημήτρης (ΠΕ01)




ΣΥΜΜΕΤΕΧΟΝΤΕΣ ΜΑΘΗΤΕΣ:
Κουτρουλού Αμαλία
Κρεπούρη Ματίνα
Κρεπούρη Νικολέτα
Κουτρουλού Αμαλία
Κυρίτσης Δημήτρης
Λάιου Ηλιάννα
Λέκκας Νίκος
Λιάπη Ελισσάβετ
Μαγγιώρου Δέσποινα
Μήτσουρα Νίκη
Μπακατσέλου Κωνσταντίνα
Μπαλάσκας Μάρκος
Μπαλμπά Αριάδνη
Μπαράκου Χριστίνα
Μπρούμος Νίκος
Παλούκης Νίκος







ΒΥΖΑΝΤΙΝΑ ΜΝΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ







ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΛΙΓΟΒΙΤΣΙΟΥ


Πάνω από τη λίμνη Οζερό, σε ύψωμα που βρίσκεται ανατολικότερα του λόφου, όπου σώζονται τα ερείπια του αρχαίου φρουρίου των Δηριέων και σε μικρή απόσταση απ' τις Φυτείες, είναι χτισμένο το μοναστήρι του Λιγοβιτσίου.
Το καθολικό είναι αφιερωμένο στη Κοίμηση της Θεοτόκου και είναι τοποθετημένο στο κέντρο.
Η εξωτερική μορφή του μοναστηριού είναι φρουριακή.

Το καθολικό ανήκει στον τύπο του τρίκλιτου εγγεγραμμένου σταυροειδούς με τρούλλο.
Τα τρία κλίτη στεγάζονται πάνω σε κοινή δίρριχτη στέγη, που διακόπτεται από άλλη εγκάρσια. Στο σημείο συνάντησης των κεραιών του σταυρού υψώνεται οκταγωνικός τρούλλος.
Ο ναός διαθέτει ανατολικά πεντάπλευρη αψίδα. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του Λιγοβιτσίου είναι ότι διέθετε τοιχογραφημένη τράπεζα, μαγκιπείο, μαγειρείο, φούρνο και αρχονταρίκι που δυστυχώς σήμερα δεν σώζονται.

Στην ανατολική πλευρά της τράπεζας απλωνόταν η μεγάλη παράσταση της Δευτέρας Παρουσίας, ασβεστωμένη σε μεγάλα τμήματα και καλοδιατηρημένη. Διακρινόταν καλύτερα στο κέντρο τέσσερις ολόσωμοι και φτερωτοί άγγελοι, που παριστανόταν κατά ζεύγη στα πλάγια θρόνου ή τράπεζας με κιβώριο, και δύο ομάδες αγίων που προσερχόταν στο μεγάλο δικαστήριο τυλιγμένοι σε νέφη. Ο Χριστός εικονιζόταν σε δόξα στην κορυφή του αετώματος και στα πλάγια κάτω από τόξα οι Απόστολοι.
Στο βορειοανατολικό τοίχο του καθολικού πάνω σε εντοιχισμένη πλάκα παριστάνεται σταυρός και από κάτω η χρονολογία 1737. Η πλάκα αυτή σήμερα έχει αφαιρεθεί από την αρχική της θέση και είναι τοποθετημένη σε σιδερένια βάση δεξιά από την είσοδο του καθολικού.

Στη δυτική πλευρά των κελλιών υπάρχει διπλή εξωτερική σκάλα με τοξωτή καμάρα στο κέντρο που σήμερα έχει ανακατασκευαστεί.
'Eχουν επίσης ανακατασκευαστεί η στοά, πίσω από τη σκάλα και η λίθινη κιονοστοιχία μπροστά από αυτή.

Η τοξοστοιχία της στοάς στα σημεία γέννεσης των λίθινων τόξων, φέρει ανάγλυφες λαϊκές παραστάσεις πτηνών που τρώγουν σταφύλια, δικέφαλου αετού, ήλιου, λιονταριού και ζωδίων. Σε εντοιχισμένη λίθινη επιγραφή δηλώνονταν η χρονολογία κατασκευής της στοάς : 1787. Σε παράπλευρο κελί άλλη επιγραφή φανέρωνε το χρόνο της κατασκευής του 1760.

Σε παρεκκλήσιο που πρόσφατα έχει ανεγερθεί φυλάσσεται εικόνα του Αγίου Χαραλάμπους με επιγραφή :
<<Διά εξόδου Παν/κρατίου ειερομο/
(ναχου/
χειρ Σωτηρίου α/πό Ανατολικόν/
1814>>
Στο χώρο του μαγειρείου είχε βρεθεί χάλκινος πολυέλαιος, σφυρηλατημένος από καλό τεχνίτη με έκτυπα και επίεστα διακοσμητικά σχέδια που σήμερα δεν γνωρίζουμε τη τύχη του.
Έχει σωθεί γράμμα προς τον Γενικό Προβλεπτή Λευκάδας, Βόνιτσας και Πρέβεζας που συνέταξε και έστειλε ο ιερομόναχος Χρήστος στις 23 Μαίου 1737 <<από τον Μαχαλά Ξηρομέρου>> Ο ιερομόναχος Χρήστος πρέπει να υποθέσουμε ότι μόναζε στο γειτονικό Λιγοβίτσι. Ο καλλιγραφικός χαρακτήρας των γραμμάτων, οι βραχυγραφίες και το εκλεπτυσμένο ύφος δείχνουν καλλιγράφο με παιδεία όχι τυχαία.
Το μοναστήρι διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην περιοχή την εποχή του αγώνα του 1821, οπότε για αρκετό διάστημα χρησίμευσε ως έδρα των στρατηγείων του Καραϊσκάκη και του Μαυροκορδάτου. Γι' αυτό και το στρατόπεδο των Ελλήνων ονομάστηκε στρατόπεδο του Μαχαλά από το διπλανό μεγάλο χωριό του Μαχαλά (σήμερα Φοιτίες).
Σύμφωνα με έγγραφα της εποχής που σώζονται ακόμα προσέφερε στα 1822 4.000 γρόσια υπέρ της επαναστάσεως και από το ποσό αυτό συμπεραίνουμε πως ήταν απ' τα πλουσιότερα του Ξηρομέρου μια και οι εισφορές που είχαν οριστεί για τα αλλά μοναστήρια ήταν μικρότερες.
Αργότερα στα 1829 ο τότε ηγούμενος του Λιγοβιτσίου Ιωαννίκιος, του οποίου το όνομα σώζεται σε έγγραφα της εποχής, πρόσφερε 1300 γρόσια για την ανοικοδόμηση και λειτουργία σχολείων στο Ξηρόμερο, προσφορά που ήταν και αυτή μεγάλη σε σύγκριση με αυτές άλλων μοναστηριών.
Δυστυχώς και αυτό το μοναστήρι με το γνωστό Βασιλικό διάταγμα της 7ης Οκτωβρίου 1833, εμπνευστής του οποίου ήταν ο Βαυαρός αντιβασιλέας Μάουερ που σκοπό είχε να καταστρέψει την Ορθόδοξη Εκκλησία, διαλύθηκε και η περιουσία του εκποιήθηκε και διασκορπίστηκε. Από τότε άρχισε η περίοδος παρακμής και εγκατάλειψης του μοναστηριού, τα κτίρια με το πέρασμα των χρόνων ερειπώθηκαν και οι τοιχογραφίες που σίγουρα υπήρχαν σ' αυτό καταστράφηκαν.
Στις μέρες μας, στη δεκαετία του 1960 έγιναν προσπάθειες αναστήλωσης και συντήρησης, τα αποτελέσματα των οποίων ήταν δυστυχώς απαράδεκτα εξαιτίας της προχειρότητας τους.
Στα 1983 εγκαταστάθηκε στο μοναστήρι μοναστική αδελφότητα υπό την πνευματική καθοδήγηση της ηγουμένης Μακρίνας Μαρκοπούλου που αποτελείται από 10 μοναχές. Έγινε αποκατάσταση και ανακαίνιση του μοναστηριού, αγιογράφηση του καθολικού και κατασκευή πολλών βοηθητικών χώρων. Το μοναστήρι σήμερα αποτελεί πόλο έλξης πιστών που το επισκέπτονται τακτικά και συμμετέχουν στις ακολουθίες που τελούνται σ' αυτό. Εορτάζει στις 15 Αυγούστου ημέρα κατά την οποία δέχεται πλήθος προσκυνητών. 




ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΗΣ ΒΟΝΙΤΣΑΣ






Στη Βόνιτσα, πάνω σε ύψωμα που βρέχεται από τα ήρεμα νερά του Αμβρακικού κόλπου βρίσκεται το επιβλητικό κάστρο της Βόνιτσας. Έχει χαρακτηρισθεί ως "προέχον βυζαντινόν μνημείον" με Βασιλικό Διάταγμα του 1922.
Οι πρώτες μαρτυρίες για την ύπαρξη της Βυζαντινής αυτής πόλης υπάρχουν από το τέλος του 10ου αιώνα.
Το κάστρο κτίστηκε το 11ο αιώνα (περί το 1070) επί αυτοκρατόρων Κομνηνών, από τους Ενετούς, οι οποίοι έλαβαν από το Βυζάντιο το προνόμιο να κτίσουν το φρούριο (και βασικά να εκμεταλλευτούν εμπορικά το λιμάνι).
Μετά το 1204, η Βόνιτσα ήταν μέρος του Δεσποτάτου της Ηπείρου. Το 1294 δόθηκε στον πρίγκιπα του Τάραντα σαν μέρος της προίκας της κόρης του Δεσπότη της Ηπείρου. To 1362 έγινε κτήση του οίκου των Tocco της Κεφαλλονιάς και το 1448 ξαναπέρασε στα χέρια των Βενετών.
Για τους Ενετούς τα φρούρια της Βόνιτσας και της Ναυπάκτου αποτελούσαν στρατηγικά σημεία, που εξυπηρετούσαν την οικονομική και στρατιωτική πολιτική τους στο Ιόνιο. Τα τρία φρούρια στην είσοδο του Αμβρακικού, της Πρέβεζας, της Βόνιτσας και της Αγίας Μαύρας (Λευκάδα) διευθύνονταν από Ενετό Προβλεπτή.
Οι Τούρκοι κατέκτησαν τη Βόνιτσα το 1479, μετά τη λήξη του Α’ Τουρκοβενετικού πολέμου.
Οι Ενετοί επέστρεψαν υπό τον Μοροζίνη το 1684 και οι Τούρκοι το ξαναπήραν το 1714.
Η τελική διαμόρφωση του κάστρου έγινε αυτήν την περίοδο από τους Ενετούς κυρίως αλλά και από τους Τούρκους.
Το 1800 πέρασε για λίγο στην κατοχή των Γάλλων οι οποίοι όμως το έχασαν από τον Αλή πασά ο οποίος εκείνη την εποχή άρχισε να χτίζει κάστρα με φρενήρη ρυθμό στην ευρύτερη περιοχή.
Οι Έλληνες κατέλαβαν το κάστρο στην επανάσταση του 1821 αλλά φαίνεται ότι δεν το κράτησαν γιατί αναφέρεται ότι παρέμεινε μια μικρή τουρκική δύναμη σε αυτό. Τελικά η Βόνιτσα έγινε ελληνική το 1829.
Το πιο σημαντικό ιστορικό γεγονός που συνδέεται με την καστροπολιτεία της Βόνιτσας είναι ο θάνατος σε αυτήν του Νορμανδού κατακτητή της ΣικελίαςΡοβέρτου Γυισκάρδου, το 1085 (αν και η επικρατέστερη άποψη είναι ότι πέθανε στο Ληξούρι).
Το μεγαλύτερο μέρος των οχυρώσεων και των κτισμάτων που σώζονται σχεδιάστηκαν από Ενετούς μηχανικούς πάνω στα παλιά βυζαντινά ερειπωμένα τείχη.
Είναι εκτάσεως 105 στρεμμάτων και το ανώτατο σημείο του είναι σε υψόμετρο 65 μέτρων από τη θάλασσα.
Το κάστρο της Βόνιτσας παρουσιάζει την τυπική τριμερή διάταξη και δομή των μεσοβυζαντινών καστροπολιτειών. Αποτελείται από την άνω ακρόπολη, την κάτω ακρόπολη και τη Χώρα, δηλαδή την οχυρωμένη κάτω πόλη που ήταν το επίκεντρο του αστικού, οικονομικού και θρησκευτικού βίου.
Ο περίβολος της ακρόπολης έχει ακανόνιστο ατρακτοειδές σχήμα μήκους 265 και πλάτους 150 μέτρων, με προσανατολισμό από ΒΔ προς ΝΑ περικλείοντας έκταση 34 στρεμμάτων.
Βορειοδυτικά της ακρόπολης ορθώνεται ένα κτίριο σχεδόν κυκλικό το οποίο σήμερα είναι ναός αφιερωμένος στην αγία Σοφία, ενώ λίγα βήματα πιο πέρα σώζεται ένα κτίριο, με οροφή που εσωτερικά στηρίζεται σε τόξα, το οποίο κάποτε θα πρέπει να είχε χρησιμοποιηθεί σαν αποθήκη.
Οι ευρείες προθήκες και αλλαγές του 17ου και 18ου αιώνα κάλυψαν σε μεγάλο βαθμό τα βυζαντινά στοιχεία του κάστρου και του έδωσαν τη σημερινή μορφή του.
Εξετάζοντας προσεκτικά το κάστρο διαπιστώνει κανείς ότι ο αρχιτέκτονας ενέταξε στο σχέδιο του και αξιοποίησε όλες τις ανωμαλίες του βράχου και κατάφερε να εξασφαλίσει το φρούριο από στεριά και θάλασσα και να το καταστήσει απρόσβλητο ακόμη και αν το υπερασπιζόταν μικρή φρουρά.





ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ ΒΟΝΙΤΣΑΣ

Στη δυτική πλευρά του κάστρου της Βόνιτσας λίγο χαμηλότερα απ' τα κτίσματα της ακρόπολης , υπάρχει ένα κτίριο σχεδόν κυκλικού σχήματος που σήμερα είναι εκκλησία αφιερωμένη στην Αγία Σοφία. Παρατηρώντας το εσωτερικό του Ι.Ν. διαπιστώνουμε πως στην αρχική του μορφή ο Ναός πρέπει να είχε σχήμα ελεύθερου σταυρού στηριζόμενου με καμάρες. Στη βόρεια πλευρά διακρίνουμε δίλοβο παράθυρο, χαρακτηριστικό της ναοδομίας την εποχή του δεσποτάτου της ηπείρου. Είναι πιθανό μεταγενέστερες προσθήκες να έδωσαν στο Ναό το σημερινό του σχήμα.



Αποτέλεσμα εικόνας για agia sofia bonitsas



Το εσωτερικό του ναού είναι καλυμένο πρόσφατα με ασβέστη και πλαστικό χρώμα. Σε μερικά σημεία έχουν τοποθετηθεί πρόσφατα διακοσμητικά στοιχεία μη επιτρέποντάς μας έτσι κάποια εκτίμηση για την αρχική του μορφή. Μόνο στο ιερό σώζεται, σε όχι καλή κατάσταση, απεικόνηση της Θεοτόκου. Από αυτό μπορούμε να υποθέσουμε πως ίσως ήταν αγιογραφημένος παρόμοια με τους δύο άλλους ναούς της Βόνιτσας (Κοίμηση της Θεοτόκου στο κάστρο και στον Αμαδερό).Ο χώρος γύρω από την Αγία Σοφία είναι καλαίσθητα διαμορφωμένος σε χώρο αναψυχής απ' όπου μπορεί ο επισκέπτης να θαυμάσει το Μυρτάρι και το υπέροχο ηλιοβασίλεμα στον Αμβρακικό.

    Αγία Σοφία Μύτικα


Το μνημείο βρίσκεται δύο περίπου χιλιόμετρα ανατολικά από την περιοχή του  Μύτικα. Πρόκειται για ερείπια μεγάλης τρίκλιτης ξυλόστεγης βασιλικής με νάρθηκα και ημικυκλική αψίδα που διατηρείται σε ύψος 3 μέτρα από τη σημερινή επιφάνεια του εδάφους. Η είσοδος ήταν από τα πλάγια του νάρθηκα, μπροστά από τις θύρες του οποίου υπήρχαν πρόπυλα, καμπυλόπλευρο βόρεια και ορθογώνιο νότια.



Αποτέλεσμα εικόνας για agia sofia MITIKA


Το κεντρικό κλίτος χωρίζοταν από τα πλάγια με κιονοστοιχίες εφτά αρράβδωτων κιόνων, που στηρίζοταν σε στυλοβάτες και γεφυρώνοταν μεταξύ τους με πλίνθινα τόξα. Το δάπεδο του πρεσβυτερίου καλυπτόταν με μαρμαροθετήματα, ενώ ο κύριος ναός ήταν στρωμένος με ορθογώνιες λίθινες πλάκες. Σώθηκαν ελάχιστα σπαράγματα τοιχογραφιών, λίγα ακέραια αρχιτεκτονικά, γλυπτά, επιγραφές και πλήθος θραυσμάτων. Βόρεια του κύριου ναού ανασκάφηκαν τρία συνεχόμενα δωμάτια. Στο δυτικό αποκαλύφτηκαν τέσσερις τάφοι, ένας καμαροσκέπαστος και τρεις κιβώσχημοι, χωρίς κτερίσματα. 






Άγιος Δημήτριος Αετού

Κάτω ακριβώς από το λόφο όπου βρίσκονται τα ερείπια του μεσαιωνικού φρουρίου του Αετού βρίσκεται ο ναός του Αγίου Δημητρίου που ήταν καθολικό μοναστήρι. Πρόκειται για μια στενόμακρη ξυλόστεγη αίθουσα με δίρριχτη στέγη.

Αποτέλεσμα εικόνας για ΑΓΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΑΕΤΟΥ
Οι τοίχοι χτίστηκαν με ακανόνιστους πωρόλιθους της περιοχής και στους αρμούς χρησιμοποιήθηκε κονίαμα και μικρά θραύσματα κεραμιδιών. Από τη πολυκαιρία τα εξωτερικά επιχρίσματα έπεσαν σχεδόν όλα, το κονίαμα διαλύθηκε και οι τοίχοι έδιναν την εντύπωση ξηρολιθιάς.
Πλέον έχουν καλυφτεί όλοι οι εξωτερικοί τοίχοι με τσιμεντοκονίαμα. Εξωτερικά η επιφάνεια του εδάφους γύρω από την αψίδα βρίσκεται σε ψηλότερο επίπεδο από το δάπεδο του ναού και γι' αυτό το δίλοβο στενόμακρο άνοιγμα, που χωρίζεται με λίθινο πεσσίσκο.
Η είσοδος στο ναό γίνεται από τη νότια πλευρά.
Τοιχογραφίες σώζονται στο μεγαλύτερο τμήμα του ιερού, στο τέμπλο και στο ανατολικό τμήμα της νότιας πλευράς που είναι νεώτερες.


Αποτέλεσμα εικόνας για ΑΓΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΑΕΤΟΥ



Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζει η παράσταση του πάτρωνα του ναού : Ο άγιος Δημήτριος ο μυροβλήτης εικονίζεται σε  θρόνο.Φοράει έναν χρυσοποίκιλτο χιτώνα με κοκκινοπράσινο ιμάτιο, με το δεξί του χέρι κρατάει το δόρυ, ενώ στο αριστερό υψώνει το σταυρό. Στα πλάγια του φωτοστέφανου δύο αιωρούμενοι άγγελοι τον στεφανώνουν. Στο κεφάλι φέρει διάδημα, ενώ στο πρόσωπο, στο μέτωπο και στο λαιμό, απλώνονται μεγάλες φωτεινές επιφάνειες.
Γενικά οι τοιχογραφίες και των δύο φάσεων της εικονομαχίας έχουν πάθει φθορές και εχουν αλλοιωθεί όχι μόνο από την υγρασία και την εγκατάλειψη, αλλά και από τις επιζωγραφήσεις. 



ΠΑΝΤΟΚΡΑΤΟΡΑΣ ΜΟΝΑΣΤΗΡΑΚΙΟΥ

Αποτέλεσμα εικόνας για ΠΑΝΤΟΚΡΑΤΟΡΑΣ ΜΟΝΑΣΤΗΡΑΚΙΟΥ




Λίγο έξω από το χωριό Μοναστηράκι βρίσκεται παλαιό μοναστηριακό συγκρότημα αφιερωμένο στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος Χριστού, το οποίο είναι γνωστό ως Παντοκράτορας. Το καθολικό, χτισμένο σε μικρό ύψωμα, εξακολουθεί να παραμένει όρθιο παρά τις μεγάλες επισκευές και μετατροπές που έγιναν. Δεν είναι εύκολο να καθορισθούν οι οικοδομικές φάσεις του ναού.

ΠΑΝΑΓΙΑ ΛΕΣΙΝΙΩΤΙΣΣΑ


Αποτέλεσμα εικόνας για ΠΑΝΑΓΙΑ ΛΕΣΙΝΙΩΤΙΣΣΑ


Σε μια τοποθεσία πανέμορφη, στις ακαρνανικές εκβολές του Αχελώου, από την αρχαιότητα, υπήρχε απέραντη λιμνώδης και ελώδης έκταση ανάμεσα της λίμνης του Μεσολογγίου, (λίμνη της Καλυδώνας κατά το Στράβωνα), του μεγαλοπόταμου Αχελώου και πιο ανοιχτά του Ιονίου πελάγους. Στο κέντρο αυτής της έκτασης δέσποζε ένα μικρό νησάκι, κυριολεκτικά πνιγμένο μέσα σε οργιώδη βλάστηση χιλιόχρονων δέντρων και πυκνόφυλλων θάμνων, και μέσα σε μιαν άγρια μεγαλοπρέπεια, που είχε την ονομασία Λεσίνι, όπως άλλωστε ονομαζόταν και η λίμνη αλλά και ο απέραντος βαλτότοπος που το περιτριγύριζαν.
Με το πέρασμα των χρόνων, και με τα αποξηραντικά έργα που έγιναν στην περιοχή, η μεν λίμνη και ο βάλτος μετατράπηκαν σε μιαν εύφορη πεδιάδα, το δε νησί, σε λοφίσκο αυτής.
Και το όνομα της λίμνης κατά την αρχαιότητα, Κυνία, (κατ’ άλλους Μελίτη): «Κυνία, λίμνη της Αιτωλίας, σχηματιζομένη υπό του Αχελώου περί τας Οινιάδας», αναφέρεται σε μελέτη του 1852, για το Λεσίνι. Ονομάστηκε δε έτσι επειδή το ακρωτήριο της περιοχής που εισχωρούσε σ’ αυτήν ήταν κυνόμορφο και έμοιαζε με κεφαλή κυνός.
Μετά τη Δ΄ Σταυροφορία του 1204, οπότε η περιοχή κυριεύτηκε από τους Φράγκους, ονομάστηκε και το Λεσίνι Παλιοκατούνα από τη γαλλική ονομασία Canton και εκείνα τα χρόνια κτίστηκε και η βυζαντινή εκκλησία «Εισόδια της Θεοτόκου», ονομαστό βυζαντινό μνημείο, που υπάρχει και σήμερα.
Στις 23 Αυγούστου, εορτή της απόδοσης της Κοίμησης της Θεοτόκου, γιορτάζει με κάθε εκκλησιαστική λαμπρότητα η Μονή της Παναγίας της Λεσινιώτισσας, που τότε δέσποζε στο κέντρο του νησιού, ενώ σήμερα δεσπόζει του μικρού λοφίσκου, έξω από το χωριό του Λεσινίου σε έναν απέραντο και ευφορότατο κάμπο. Το μοναστήρι αυτό είναι ιστορικό και ονομαστό και ιδρύθηκε στα 1595, στο μικρό αυτό νησάκι, ενώ περιβαλλόταν τότε από λιμνάζοντα νερά, που αποτελούσαν και το φυσικό οχυρό του. Στην πορεία του χρόνου από της ιδρύσεώς του μεγαλούργησε κι έγινε ονομαστό, σταμάτησε όμως τη λειτουργία του επί Όθωνος, οπότε έκλεισαν πολλά μοναστήρια στην πατρίδα μας και από τότε ερημώθηκε, ενώ έκτοτε παραμένει χωρίς μοναχούς.
Κι είναι μεγάλη η ιστορία του μοναστηριού, καθώς και ο τρόπος που βρέθηκε η εικόνα της Παναγίας, που υπάρχει εκεί, ιδιαίτερος, ενώ τα θαύματά της και το χτίσιμο της Μονής της, όλα είναι ξεχωριστά! Κι είναι όλα τους συνυφασμένα με τους αγώνες του Έθνους μας στα χρόνια της Τουρκοκρατίας και τον αγώνα του 21.
Η εικόνα της Θεοτόκου παρουσιάστηκε με θαυμαστό τρόπο σε κάποιους από τους κατοίκους του νησιού στα 1593, ξημερώνοντας η 23η του μηνός Αυγούστου του έτους αυτού, που περνούσαν τη νύχτα τους κάτω από τους κλώνους μιας πανύψηλης αγριελιάς, που υπήρχε στο σημείο εκείνο όπου σήμερα βρίσκεται το μοναστήρι. Οι κάτοικοι αυτοί βρέθηκαν εκεί ζητώντας καταφύγιο, κυνηγημένοι από τον Τούρκο διοικητή της περιφέρειας που είχε έδρα του τη Γουριά, επειδή δεν μπόρεσαν να του πληρώσουν το καθιερωμένο χαράτσι της χρονιάς. Αυτοί, λοιπόν, ενώ ξάπλωσαν να κοιμηθούν αντίκρισαν από μακριά ένα φωτεινό σύννεφο, που όλο και ζύγωνε το μικρό νησάκι και που στο μέσο του υπήρχε η οπτασία της Θεομήτορος, που κρατούσε στα χέρια της το Θείο Βρέφος. Η οπτασία αυτή σταμάτησε πάνω στην κορυφή της αγριελιάς και οι χωριανοί συνεπαρμένοι από αυτό που αντίκριζαν έπεσαν στα γόνατα και προσεύχονταν όλη τη νύχτα, ενώ το πρωί ανεβαίνοντας στο δέντρο βρήκαν την εικόνα της Παναγίας.
Αμέσως ειδοποίησαν και τους άλλους συγχωριανούς τους, που πήραν την εικόνα και την εναπόθεσαν στο ναό των Εισοδίων της Θεοτόκου του χωριού. Η εικόνα όμως επέστρεψε στην αγριελιά με τρόπο θαυμαστό πάλι κι αυτό επαναλήφτηκε τρεις φορές. Και τότε κατάλαβαν πως ο τόπος που είχε επιλέξει η Θεοτόκος για κατοικία της ήταν το νησάκι και εκεί έχτισαν στην αρχή ένα λιθόκτιστο εικονοστάσι και στα 1595, στη θέση της αγριελιάς έχτισαν την πρώτη εκκλησούλα, της οποίας ο ανατολικός και νότιος τοίχος της σώζονται ως σήμερα, ενώ οι άλλοι ανακαινίστηκαν και επεκτάθηκαν αργότερα.
Έτσι, σιγά σιγά δημιουργήθηκε το μοναστήρι της Παναγίας της Λεσινιώτισσας, που πλαισιώθηκε από πολλούς μοναχούς, πενήντα τον αριθμό και εξελίχτηκε σε πλουσιότατη Μονή, που διέθετε μεγάλη περιουσία, πολλά λιοστάσια, ελαιοτριβείο και μεγάλες καλλιεργήσιμες εκτάσεις από τον κάμπο του χωριού, καθώς και κοπάδια από βουβάλια και γελάδια.
Στα προεπαναστατικά και στα χρόνια της Επανάστασης η Μονή έγινε το καταφύγιο πολλών προσφύγων κυνηγημένων από τους Τούρκους, καθώς και κλεφτών και αρματολών, σώζονται μάλιστα και κανόνια στην ανατολική κορφή του, ένα από τα οποία στήθηκε και δεσπόζει στην είσοδο σήμερα του μοναστηριού.
Κι ήταν ο δασωμένος λόφος, όπου σήμερα υπάρχει το μοναστήρι, περιτριγυρισμένος από κάστρο. Η εκκλησία του και τα κελιά του ήταν κτίσματα του 1595, όπως αναγράφεται σε επιγραφή, ενώ σε άλλη επιγραφή αναφέρονται οι χρονολογίες της ανακαίνισής του, 1761 και 1783. Η ζωή του μοναστηριού είναι άρρηκτα δεμένη με την Επανάσταση του 21 και τον αγώνα υπέρ ανεξαρτησίας., αφού εκεί έβρισκαν καταφύγιο πολλοί κατατρεγμένοι και κυνηγημένοι αγωνιστές από τους Οθωμανούς αλλά και περίοικοι. Εκεί βρήκαν ασφάλεια από τα στρατεύματα του Ομέρ Βρυώνη, κάτοικοι των γύρω περιοχών κατά την πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου, το 1822, αφού ο απέραντος βαλτότοπος του Λεσινίου ήταν ένα ασφαλές καταφύγιο, όπου μπορούσες να φτάσεις με πλεούμενο.
Εκεί προέβαλλαν αντίσταση και οι στρατηγοί Γεώργιος Τσόγκας και Δημήτριος Μακρής με τα παλικάρια τους, όταν κατά το 1825 κατέβηκαν στη Δυτική Ελλάδα για να καταπνίξουν την Επανάσταση. Από εκεί μέσω θαλάσσης διεπεραιώθηκαν στο Μεσολόγγι.
Μετά την ηρωική Έξοδο των Ελεύθερων Πολιορκημένων του Μεσολογγίου, στα 1826, το Λεσίνι υπήρξε τόπος καταφυγής πολλών αγωνιστών επιζήσαντων. Εκεί έστησε το προπύργιό του και ο στρατιωτικός Δήμος Τσέλιος.
Όλες αυτές οι πληροφορίες αναφέρονται και στην ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης, του Σπυρίδωνα Τρικούπη, που χαρακτηριστικά λέει πως μετά την πτώση του Μεσολογγίου, όλη η Δυτική Ελλάδα προσκύνησε στους Τούρκους,ενώ το νησίδιο του Λεσινίου διατηρούνταν ελεύθερο και χρησίμευσε ως τόπος καταφυγής και ασφάλειας πολλών οικογενειών. Κατά το 1827 το κατέλαβε ο Δήμο Τσέλιος κι έτσι το Λεσίνι παρέμεινε ελεύθερο, ενώ οι υπερασπιστές του και οι προσφυγόντες σ’ αυτό τροφοδοτούνταν από το γειτονικό νησί του Ιονίου, Κάλαμο, που τότε ήταν αγγλοκρατούμενο
Από τα κειμήλια του μοναστηριού σώζονται σήμερα η φορητή εικόνα της Θεοτόκου, του 1709, της Κοίμησης της Θεοτόκου, του 1800 και στο εικονοστάσι και άλλη εικόνα της Παναγίας με το Χριστό στην αγκαλιά της, που στο δεξιό Του χέρι κρατάει σφαίρα, με σταυρό. Στην εικόνα υπάρχει και η επιγραφή: «Η Κυρία
Λεσινιώτισσα. Δέησις του δούλου του Θεού Δανιήλ Ιερομονάχου. Χειρ Σωτηρίου από Ανατολικόν, 1811».
ΑΓΙΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ ΧΑΛΚΙΟΠΟΥΛΟΥ

Αποτέλεσμα εικόνας για ΑΓΙΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ ΧΑΛΚΙΟΠΟΥΛΟΥ



Στην περιοχή του ορεινού Βάλτου κοντά στη λίμνη των Κρεμαστών που είνι το φυσικό σύνορο των νομών Αιτωλ/νίας και Ευρυτανίας βρίσκεται το χωριό παλαιό Χαλκιόπουλο, πέντε χιλιόμετρα βορειοανατολικά του οποίου βρίσκεται το σπήλαιο του αγίου Ανδρέα του ερημίτη. Η διαδρομή από το χωριό στο σπήλαιο αποτελείται από ένα βατό χωματόδρομο και καταλήγει σε ένα ξέφωτο.
Στην κόγχη ιστορείται η πλατυτέρα με τέσσερις ιεράρχες, παραστάσεις που τοποθετούνται χρονικά στον 14ο αιώνα. 




ΠΑΝΑΓΙΑ ΠΑΝΑΞΙΩΤΙΣΣΑ


Αποτέλεσμα εικόνας για ΠΑΝΑΓΙΑ ΠΑΝΑΞΙΩΤΙΣΣΑ


Η Παναξιώτισσα αποτελεί καθολικό βυζαντινού μοναστηριού. Ο Α. Ορλάνδος το χρονολογεί στο τέλος του 10ου αιώνα και με βάση μορφολογικά στοιχεία του ναού (τριμερής νάρθηκας, επιμελημένη τοιχοποιϊα, διάκοσμος τρούλου, αναλογίες παραθύρου της κεντρικής αψίδας) ενισχύεται η χρονολόγησή του στην τελευταία εικοσιπενταετία του 10ου αιώνα. Σε πρόσφατη έρευνα στον περιβάλλοντα χώρο του ναού καταγράφηκαν 13 γλυπτά μέλη που χρονολογικά ανάγονται στην Παλαιοχριστιανική περίοδο και υποδεικνύουν ύπαρξη παλαιοχριστιανικής Βασιλικής.


Η Παναξιώτισσα ανήκει στον αρχιτεκτονικό τύπο του σταυροειδούς εγγεγραμμένου με τρούλο και ειδικότερα στους λεγόμενους "ελλαδικούς μεταβατικούς". Η λιθοδομή του αποτελείται από πελεκημένους ασβεστόλιθους με παρεμβολή πλίνθων. Ο τρούλος του, ψηλός και ραδινός, έχει περίτεχνη κεραμοπλαστική διακόσμηση. Εσωτερικά σώζονται περιορισμένα ίχνη τοιχογραφιών. Έχει τρεις εισόδους στο νάρθηκα και λιγοστά παράθυρα. 

Η Παναξιώτισσα σήμερα αποτελεί ένα από τα αξιοθέατα της περιοχής Ναυπακτίας.

   ΒΟΥΚΑΤΙΟ





Στην περιοχή  του Δήμου Παραβόλας, βόρεια της λίμνης Τριχωνίδας, δίπλα στο σύγχρονο νεκροταφείο και τη βυζαντινή εκκλησία της Παναγίας του Κάστρου (Κοίμηση της Θεοτόκου), στην οποία διατηρούνται περίτεχνα και διαφορετικών φάσεων αρχιτεκτονικά μέλη και διακοσμητικά στοιχεία, δεσπόζουν πάνω σε ένα ύψωμα επιβλητικά τα τείχη του Βουκάτιου. Πρόκειται για ένα φρούριο και οικισμό. Σήμερα σώζονται τα ερείπια των τειχών  της ακρόπολης με στρογγυλούς πύργους και τμήμα του περιβόλου των τειχών της πόλης που απλώνονταν χαμηλότερα. Τα τείχη είναι κτίσματα του τέταρτου αιώνα π.Χ. Οι ημικυκλικοί και τετράγωνοι πύργοι είναι κτίσματα των βυζαντινών χρόνων. Απ αυτούς ο καλύτερα διατηρημένος απαρτίζεται από  είκοσι δόμους, τρία παράθυρα και δύο πόρτες. Κοντά του βρίσκονται και τα χαλάσματα του τουρκικού οχυρού.



ΚΑΣΤΡΟ ΒΑΡΝΑΚΑ




Ερείπια κάστρου στην τοποθεσία «Γλώσσες» κοντά στο χωριό Βάρνακας στην περιοχή Αλυζίας (τέως δήμος) που βρίσκεται στη δυτική ακτή του νομού Αιτωλοακαρνανίας απέναντι από τον Κάλαμο. Το κεφαλοχώρι της Αλυζίας είναι το χωριό Κανδήλα.

Οι Γλώσσες είναι στρατηγικό σημείο καθώς από εκεί εποπτεύεται η θαλάσσια δίοδος ανάμεσα στον Κάλαμο και στην Αιτωλοακαρνανία, όλη η πεδιάδα ανάμεσα στο βουνό και τη θάλασσα καθώς και το πέρασμα μέσα από την παρακείμενη χαράδρα από την υπόλοιπη Ακαρνανία προς την παραλιακή πεδιάδα του Μύτικα

Κατά την αρχαιότητα στο σημείο εκείνο υπήρχε παρατηρητήριο και οχυρό των αρχαίων Αλυζίων η οχύρωση του οποίου ενισχύθηκε (μάλλον τον 6ο αιώνα) και χρησιμοποιήθηκε σε όλη τη Βυζαντινή περίοδο, αλλά και αργότερα μέχρι τον 17ο αιώνα.
Υπάρχει ιστορική αναφορά για το κάστρο στο Χρονικό των Τόκκων. Στο χρονικό εξιστορείται πώς ο Κάρολος Τόκκο (1372-1429) ηγεμόνας της Ζακύνθου και της Κεφαλλονιάς, στις αρχές του 15ου αιώνα και ενώ ήδη είχε γίνει κύριος της Βόνιτσας, επιτέθηκε αιφνιδιαστικά στο κάστρο και τελικά το κατέλαβε. Το κάστρο εκείνη την εποχή κατείχαν Αλβανοί υπό τον Σγουρό Σπάτα.
Το 1460 το κάστρο έπεσε στα χέρια των Οθωμανών οι οποίοι το χρησιμοποίησαν για περίπου δύο αιώνες ακόμη. Πιθανότατα δεν εγκαταστάθηκε κάποια τουρκική δύναμη εκεί, αλλά ίσως να χρησιμοποιήθηκε από δυνάμεις αρματωλών ή Τουρκαλβανών ατάκτων.
Το κάστρο δεν σώζεται σε καλή κατάσταση ενώ υφίσταται συνεχώς φθορές από λαθρανασκαφές. Ακόμα και σήμερα αφαιρούνται πέτρες από το κάστρο για την κατασκευή μαντριών (!).


Σώζεται πάντως ακόμα ένα μεγάλο μέρος των τειχών, λίγα υπόγεια δωμάτια, κυρίως αυτά που ήσαν κατασκευασμένα κοντά στο εξωτερικό τείχος, πύργοι και ίχνη από κεραμοπλαστικό διάκοσμο.
Το κάστρο είναι μάλλον άτεχνη κατασκευή και δεν φαίνεται να δέχθηκε σημαντικές βελτιώσεις στη διάρκεια της μακραίωνης ιστορίας του. Το εξωτερικό τείχος κλείνει την κορυφή του υψώματος και είναι κατασκευασμένο από ελάχιστα επεξεργασμένες ασβεστόπετρες της περιοχής. Σε μερικά σημεία ανάμεσα στις ασβεστόπετρες έχουν τοποθετηθεί σε παράλληλες σειρές πλίνθοι.




ΚΑΣΤΡΟ ΤΟΥ ΔΡΑΓΑΜΕΣΤΟΥ





Αποτέλεσμα εικόνας για δραγαμεστο


Πάνω σε ένα ύψωμα βόρεια της σημερινής κωμόπολης του Αστακού και ανάμεσα στον Αστακό και το χωριό Καραϊσκάκης στέκουν τα ερείπια των οχυρώσεων του αρχαίου Αστακού και της μεσαιωνικής Δραγαμεστού ή Δραγαμέστου. Η συνολική έκταση της τοποθεσίας είναι περίπου 108 στρέμματα και η οχύρωση χωρίζεται σε δύο τομείς με ένα διατείχισμα 410 μέτρων περίπου. Οι αρχαίοι και οι βυζαντινοί κτίστες εκμεταλλεύτηκαν τη βραχώδη τοποθεσία λαξεύοντας το υπόστρωμα και ενσωματώνοντάς το στα τείχη, συνδυάζοντας τη φυσική με την τεχνητή οχύρωση. Το αρχαίο τείχος ήταν χτισμένο σε φυσικό υπόστρωμα και η ανωδομή του ήταν πλίνθινη. Ένα τμήμα του χρησιμοποιήθηκε αργότερα ως βάση για την οικοδόμηση του μεσαιωνικού τείχους. Η κεντρική πύλη, η οποία πρέπει να βρισκόταν σε χρήση τόσο κατά την αρχαία όσο και κατά τη μεσαιωνική περίοδο, βρίσκεται στη δυτική πλευρά του κάστρου, αυτή που "βλέπει" προς τα ερείπια του ναού του Διός Καραού. Η οχύρωση ενισχύεται από 15 πύργους, όλους στραμμένους προς τη νότια και τη δυτική πλευρά. Μέσα στον περίβολο των τειχών του βυζαντινού (βόρειου) τομέα σώζονται τα ερείπια τριών ναών: 1. Μια τρίκλιτη βασιλική της Αγίας Αικατερίνης ή της Θεοτόκου, 2. Ένας σταυροεπίστεγος ναός του 10ου αιώνα και 3. Μια μονόχωρη βασιλική. Συναντούμε επίσης θεμέλια κτιρίων ο σκοπός των οποίων μας είναι άγνωστος. Ακριβώς στο κέντρο του νότιου τμήματος της αρχαίας πόλης υπάρχει ένας μικρός ναός της Αγίας Κυριακής. Σήμερα, το κάστρο είναι κακοδιατηρημένο και η πρόσβαση σε αυτό γίνεται μέσω ενός χωμάτινου αγροτικού δρόμου. Η ύπαρξη του κάστρου σε συνδυασμό με τα παλαιοχριστιανικά ευρήματα μέσα στα όρια του σύγχρονου Αστακού καταδεικνύει την αδιάλειπτη συνέχεια στην κατοίκηση της περιοχής και σηματοδοτούν τον μεσαιωνικό-βυζαντινό χαρακτήρα της περιοχής.




ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΥΡΤΙΩΤΙΣΣΑ




Στη μονή εγκαταβίωσε για λίγο ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός. Τα κτίσματα της Μονής καταστράφηκαν από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής το 1943, διασώθηκε όμως το Καθολικό της που ορθώνεται στο κέντρο της αυλής αφιερωμένο στα Εισόδια της Θεοτόκου. Η αγιογράφησή του καλύπτει τη μεταβυζαντινή ζωγραφική τέχνη με παρουσία όλων των σχολών: Κρητική, Ηπειρωτική και λαϊκή τεχνοτροπία του 17ου και 18ου αιώνα. Ο Ναός είναι γεμάτος με τοιχογραφίες του 12ου και αρχών 13ου αιώνα. Η αγιογράφηση του κυρίως Ναού έγινε το 1539.



ΜΟΝΗ ΔΕΡΒΕΚΙΣΤΑΣ



apo-derbekista1



Ένα από τα αρχαιότερα και πλουσιότερα Μοναστήρια στο Νομό Αιτωλοακαρνανίας είναι η Ιερά Μονή του  Τιμίου Ιωάννου του Προδρόμου και Βαπτιστού, στο χωριό Δερβέκιστα, σημερινή Ανάληψη Θέρμου – Τριχωνίδας. Πνευματοφόρα πηγή του Ορθοδόξου Ελληνισμού κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας αλλά και σήμερα.
Το Μοναστήρι γιορτάζει κάθε χρόνο στις 29 Αυγούστου, μνήμη Αποτομής Τιμίας Κεφαλής του Αγίου Ιωάννου Προδρόμου και Βαπτιστού.  Προσκυνητές πηγαίνουν κάθε χρόνο για να γιορτάσουν τον Άγιο. Στη Θεία λειτουργία χοροστατεί ο Μητροπολίτης Αιτωλίας και Ακαρνανίας κ. Κοσμάς.
 Το Μοναστήρι κτίσθηκε τον 12ο αιώνα, ήκμασε δε προ του 1300. Είχε στην κατοχή του πολλούς ελαιώνες, μετόχια, λιβάδια και ζώα. Είναι κτισμένο σε υψόμετρο 600 μέτρων ανάμεσα σε πολλά γέρικα πλατάνια και κυπαρίσσια τα οποία μπορεί να φθάνουν σε ηλικία πέραν των χιλίων ετών. Ανατολικά της εκκλησίας υπάρχει  αιωνόβιο δένδρο και πάνω σ’ αυτό αναρριχημένο κλίμα, που η παράδοση λέει ότι το κλίμα αυτό το φύτεψε ο Άγιος Ιάκωβος ο Νεομάρτυς το 1500.
 Ο κυρίως Ναός είναι σταυρεπίστεγος  και φέρει εσωτερικά τρούλο.  Η ανατολική πλευρά  είναι  φτιαγμένη από πελεκητή πέτρα, φέρει μεγάλη οπή (ζεματήστρα) όπου, κατά την παράδοση, οι Μοναχοί έριχναν καυτό λάδι και εμπόδιζαν τους πειρατές να εισέλθουν μέσα στο Μοναστήρι.  Στη δυτική πλευρά υπάρχουν γλυπτά και επιγραφές όπως: Έτος 1802  «ΠΑΝΑΡΕΤΟΝ ΤΟΝ ΗΓΟΥΜΕΝΟΝ – ΠΑΤΡΙΔΑ ΤΟΥ ΤΕΡΒΕΚΙΤΣΑ ΚΕ ΙΩΣΗΦ ΚΕ ΑΜΒΡΟΣΙΟΝ».
Το ξυλόγλυπτο επίχρυσο τέμπλο  αποτελείται από σταφύλια και πουλιά  που γράφει: «1810 ΕΓΙΝΕ ΤΟ ΤΕΜΠΛΟ ΔΙΑ ΧΡΗΜΑΤΩΝ ΙΩΣΗΦ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ».
Το Μοναστήρι έχει οκτώ κελιά από την μια πλευρά και έξι από την άλλη. Υπάρχουν ακόμα και σήμερα, πολλές εικόνες και κειμήλια ιερά με χαραγμένες χρονολογίες όπως: Στην εικόνα του Ιερού Μανδηλίου, 1881, στην εικόνα της Παναγίας Ελεούσας, 1882, στην εικόνα του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού, 1823, ο Άγιος κρατά  στο αριστερό του χέρι ειλητάριο που γράφει: «ΖΗΛΩΝΕΖΗΛΟΣΑ Τ/Ο ΚΥΡΙΩ ΠΑΝ/ΤΟΚΡΑΤΩΡΙ». 
 Υπάρχει επίσης παλαιό Ευαγγέλιο αργυροκέντητο, ασημένια δισκοπότηρα. Μέσα σε μικρό κουτί φυλάσσονται οστά του Αγίου Ιακώβου του Νεομάρτυρα.
Στολίδι του Μοναστηριού είναι και η σπηλιά του Αγίου Ιακώβου από το 1500 στην θέση Παληοφοράδα πλησίον του ποταμού Ευήνου. Η σπηλιά αυτή υπάρχει ακόμα και σήμερα.
Προσκυνητές πηγαίνουν κάθε χρόνο στις 28 και 29 Αυγούστου για να γιορτάσουν τον Άγιο.
Το Μοναστήρι του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου προσέφερε επί Τουρκοκρατίας πολλές υπηρεσίες στο Ελληνικό Έθνος και στους Χριστιανούς. Φιλοξένησε κλεφταρματωλούς. Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης που βρισκόταν στην Δερβέκιστα πήγαινε συχνά στο Μοναστήρι.
Σ΄ αυτό ήρθαν οι διασωθέντες εξοδίτες πολιορκημένοι του Μεσολογγίου και φιλοξενήθηκαν, όσο έμειναν εκεί.

Ήταν επίσης πνευματικό κέντρο, υπήρχε Κρυφό Σχολειό όπου οι καλόγεροι  μάθαιναν τα Ελληνόπουλα γράμματα. Με Υπουργική απόφαση η Ιερά Μονή χαρακτηρίστηκε ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο καθ΄ ότι αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα Μοναστηριακού συγκροτήματος κατά τους χρόνους  της Τουρκοκρατίας.
Στο Μοναστήρι ασκήτεψαν πολλοί μοναχοί, Όσιοι, Νεομάρτυρες,  Άγιοι όπως, ο Άγιος Θεωνάς, ο Όσιος Ιάκωβος ο Νεομάρτυς, ο Ιεροδιάκονος Ιάκωβος, ο Μοναχός Διονύσιος και άλλοι.  
Ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος υπήρξε προφήτης και αγγελιοφόρος του Χριστού, κήρυκας της μετάνοιας, μάρτυρας για τον αποκεφαλισμό του από τον βασιλιά Ηρώδη το Μέγα. Ο ιερέας Ζαχαρίας και η σεβαστή Ελισάβετ ήταν οι γονείς του Ιωάννη. Άγγελος Κυρίου εμφανίστηκε στο Ζαχαρία και του είπε ότι, η Ελισάβετ θα γεννήσει παιδί και θα του δώσεις το όνομα Ιωάννης.
Ο Ιωάννης όταν μεγάλωσε ακολούθησε ασκητική ζωή και με τα κηρύγματά του ενοχλούσε τον βασιλιά Ηρώδη ο οποίος έστειλε στρατιώτες  συνέλαβαν τον Ιωάννη  και τον φυλάκισαν. Αυτό έγινε γιατί η σύζυγος του, Ηρωδιάδα, πρώην γυναίκα του αδελφού του Φιλίππου, ενοχλούταν και άρχισε να μισεί τον Ιωάννη. Σε κάποια εκδήλωση ζήτησε από τον Ηρώδη τον αποκεφαλισμό του Ιωάννη και να δώσουν το κεφάλι του ως δώρο στην κόρη της Ηρωδιάδας. Μετά από τον μαρτυρικό θάνατο του Ιωάννη οι μαθητές του πήραν το σώμα του και το έθαψαν. Το Μοναστήρι απέχει περίπου δύο χιλιόμετρα από την Ανάληψη Θέρμου.



ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΔΑ ΜΑΥΡΙΚΑ (ΑΓΡΙΝΙΟ)




Η Αγία Τριάδα του Μαύρικα είναι Βυζαντινός ναός που χρονολογείται γύρω στον 9ο αιώνα και βρίσκεται εντός των ορίων του δήμου του Αγρινίου και σε πολύ κοντινή απόσταση από τη λίμνη Λυσιμαχία.
Σήμερα βρίσκεται μισοβυθισμένος λόγω των προσχώσεων που επί αιώνες συγκεντρώνονταν στις ακτές της λίμνης και εκτελούνται έργα ανασκαφής από το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Στόχος είναι η οριστική απομάκρυνση των υδάτων από την περιοχή του ναού και η στεγανοποίηση - ανάδειξη του μνημείου.